- γλυκαίνω
- γλύκανα, γλυκάθηκα, γλυκαμένος1. κάνω κάτι γλυκό: Δε γλύκανα πολύ το σιρόπι για τα μελομακάρονα.2. μτφ., ανακουφίζω, καταπραΰνω: Τα λόγια σου μου γλύκαναν τον πόνο.3. αμτβ., γίνομαι γλυκός: Το τσάι γλυκάθηκε γιατί έβαλα μέσα μέλι.4. μτφ., γίνομαι πράος, μαλακώνω: Γλύκανε η έκφρασή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.